ἀφικνοῦμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀφικνοῦμαι (καθαρεύουσα) < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφικνοῦμαι, συνηρημένος τύπος του ἀφικνέομαι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.fiˈknu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ἀ‐φι‐κνοῦ‐μαι
Ρήμα
επεξεργασία
ἀφικνοῦμαι (καθαρεύουσα)
- φτάνω, αφικνούμαι, σημασίες όπως στα αρχαία ελληνικά
- (σε νεότερη χρήση, για εμπορεύματα) φτάνω, κομίζομαι, εισάγομαι
Κλίση
επεξεργασίαΌπως στο αρχαίο ἀφικνοῦμαι → δείτε τις κλίσεις συνηρημένων στο ἀφικνέομαι
Επιπλέον στην καθαρεύουσα: σχηματισμός παθητικού αορίστου ἀφίχθην και της μετοχής του: ἀφιχθείς
Πηγές
επεξεργασία
- ἀφικνοῦμαι-έομαι σελ.1241 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Με σημείωση για τον παθητικό αόριστο «νεώτερος ἐσφαλμένος ἀόριστος» και για το 3ο πρόσωπο: «ἀφίχθη, ὀρθ.[όν] ἀφίκετο» δηλαδή ο αρχαίος μέσος αόριστος ἀφικόμην
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ἀφικνοῦμαι