Δείτε επίσης: αφικνούμαι

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fiˈknu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φικνοῦμαι

ἀφικνοῦμαι (καθαρεύουσα)

  1. φτάνω, αφικνούμαι, σημασίες όπως στα αρχαία ελληνικά
  2. (σε νεότερη χρήση, για εμπορεύματα) φτάνω, κομίζομαι, εισάγομαι

Όπως στο αρχαίο ἀφικνοῦμαι  δείτε τις κλίσεις συνηρημένων στο ἀφικνέομαι
Επιπλέον στην καθαρεύουσα: σχηματισμός παθητικού αορίστου ἀφίχθην και της μετοχής του: ἀφιχθείς