Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Μέση
Φωνή
Παθητική
Ενεστώτας ἀφικνέομαι / ἀφικνοῦμαι
Παρατατικός ἀφικνεόμην / ἀφικνούμην
Μέλλοντας  ἀφίξομαι   — 
Αόριστος  ἀφικόμην   — 
Παρακείμενος ἀφῖγμαι
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀφικνέομαι < (ἀπό) ἀφ- + ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι

ἀφικνέομαι / ἀφικνοῦμαι, ιωνικός τύπος : ἀπικνέομαι

  1. φτάνω, αφικνούμαι
  2. έρχομαι σε μια ορισμένη κατάσταση
    ⮡  ἀφικνοῦμαι ἐς τοῦτο δυστυχίας - φτάνω σε τόση δυστυχία
  3. (τινί εἰς ...) δηλώνει κοινή ενέργεια
    ⮡  ἀφικνοῦμαἰ τινι ἐς λόγους, ἀφικνοῦμαἰ τινι εἰς ἔριδα

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ἀφικνοῦμαι ἐπί / εἰς πάντα: χρησιμοποιώ όλα τα μέσα
  • ἀφικνοῦμαι εἰς τόξευμα: φτάνω σε ακτίνα βολής

Παράγωγα

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Ο τύπος παθητικού αορίστου ἀφίχθην, «νεώτερος εσφαλμένος αόριστος»[1] Συγκρίνετε με το απαρέμφατο του παρακείμενου, ἀφῖχθαι.

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «ἀφικνοῦμαι» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .