Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αφιχθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφικνούμαι
  2. θα αφιχθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφικνούμαι