Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαθρυλώ < αρχαία ελληνική διαθρυλέω / διαθρυλῶ < διά + θρυλέω / θρυλῶ < θρῦλος

  Ρήμα επεξεργασία

διαθρυλώ (παθητική φωνή: διαθρυλούμαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία