Δείτε επίσης: εἰκότως

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εικότως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰκότως, επίρρημα της μετοχής εἰκώς < ἔοικα (μοιάζω). Δείτε και εικός.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈko.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ει‐κό‐τως

  Επίρρημα επεξεργασία

εικότως

  1. (αρχαιοπρεπές) κατά λογικό και εύλογο τρόπο, με λογική συνέχεια
     συνώνυμα: εύλογα, κατά το εικός → δείτε και τη λέξη εικός
  2. (αρχαιοπρεπές) όπως πρέπει
     συνώνυμα: δεόντως

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)