δεόντως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεόντως < δέον
Επίρρημα επεξεργασία
δεόντως
- όπως είναι δέον, όπως πρέπει
- λέγεται και ειρωνικά
- για τόλμα να το κάνεις και θα σε περιποιηθώ δεόντως
- λέγεται και ειρωνικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεόντως