Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεόντως < δέον

  Επίρρημα επεξεργασία

δεόντως

  1. όπως είναι δέον, όπως πρέπει
    • λέγεται και ειρωνικά
      για τόλμα να το κάνεις και θα σε περιποιηθώ δεόντως

  Μεταφράσεις επεξεργασία