Ετυμολογία

επεξεργασία
δεόντως < δέον

  Επίρρημα

επεξεργασία

δεόντως

  1. όπως είναι δέον, όπως πρέπει
    • λέγεται και ειρωνικά
      για τόλμα να το κάνεις και θα σε περιποιηθώ δεόντως

  Μεταφράσεις

επεξεργασία