Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

duly < due

  Επίρρημα επεξεργασία

duly (en)

  1. δεόντως, όπως πρέπει, προσηκόντως
  2. στην κατάλληλη χρονική στιγμή