Ετυμολογία 1

επεξεργασία
δέον < αρχαία ελληνική δέον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής δέων < δεῖ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δέον ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
δέον: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

δέον



  Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

δέον