Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δέοντα < ουσιαστικό δέον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δέοντα ουδέτερο πληθυντικός

  1. τα χαιρετίσματα
    τα δέοντα στη μητέρα σας
  2. τα πρέποντα, τα σωστά
    θα κάνω τα δέοντα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία