δέοντα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δέοντα < ουσιαστικό δέον
Ουσιαστικό επεξεργασία
δέοντα ουδέτερο πληθυντικός
- τα χαιρετίσματα
- τα δέοντα στη μητέρα σας
- τα πρέποντα, τα σωστά
- θα κάνω τα δέοντα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δέοντα
|