Δείτε επίσης: ἄπαις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άπαις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄπαις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άπαις αρσενικό ή θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία