άπαις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άπαις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄπαις
Ουσιαστικό επεξεργασία
άπαις αρσενικό ή θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση)
- (αρχαιοπρεπές) που δεν έχει παιδιά
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άπαις
|
Πηγές επεξεργασία
- «ἄπαις» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .