ενστόμισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενστόμισμα < ελληνιστική κοινή ἐνστόμισμα[1] < αρχαία ελληνική στόμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενστόμισμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενστόμισμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ενστόμισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.