ασκαρδαμυκτί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασκαρδαμυκτί < αρχαία ελληνική ἀσκαρδαμυκτί < ἀσκαρδάμυκτος
Επίρρημα
επεξεργασίαασκαρδαμυκτί
- (αρχαιοπρεπές) χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα, με βλέμμα ατενές, ατενώς
- συμβαίνει πολύ γρήγορα, όσο χρειάζεται για να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασκαρδαμυκτί