Δείτε επίσης: ἀσκαρδαμυκτί

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασκαρδαμυκτί < αρχαία ελληνική ἀσκαρδαμυκτί < ἀσκαρδάμυκτος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ασκαρδαμυκτί

  1. (αρχαιοπρεπές) χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα, με βλέμμα ατενές, ατενώς
  2. συμβαίνει πολύ γρήγορα, όσο χρειάζεται για να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία