ατενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ατενής | η | ατενής | το | ατενές |
γενική | του | ατενούς* | της | ατενούς | του | ατενούς |
αιτιατική | τον | ατενή | την | ατενή | το | ατενές |
κλητική | ατενή(ς) | ατενής | ατενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ατενείς | οι | ατενείς | τα | ατενή |
γενική | των | ατενών | των | ατενών | των | ατενών |
αιτιατική | τους | ατενείς | τις | ατενείς | τα | ατενή |
κλητική | ατενείς | ατενείς | ατενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ατενής < αρχαία ελληνική ἀτενής < ἀ- + τείνω
Επίθετο
επεξεργασίαατενής, -ής, -ές
- (λόγιο) που έχει στραφεί και κοιτάζει μπροστά του και μακριά, πολύ εκτεταμένος, αχανής, προσηλωμένος κάπου
- ατενές βλέμμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ατενής