steady
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | steady |
συγκριτικός | steadier |
υπερθετικός | steadiest |
Επίθετο
επεξεργασίαsteady (en)
- σταθερός
- ↪ The ladder is not steady enough.
- Η σκάλα δεν είναι αρκετά σταθερή.
- ↪ The ladder is not steady enough.