Δείτε επίσης: ἀνειμένος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανειμένος η ανειμένη το ανειμένο
      γενική του ανειμένου της ανειμένης του ανειμένου
    αιτιατική τον ανειμένο την ανειμένη το ανειμένο
     κλητική ανειμένε ανειμένη ανειμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανειμένοι οι ανειμένες τα ανειμένα
      γενική των ανειμένων των ανειμένων των ανειμένων
    αιτιατική τους ανειμένους τις ανειμένες τα ανειμένα
     κλητική ανειμένοι ανειμένες ανειμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανειμένος < αρχαία ελληνική ἀνειμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀνίημι < ἀνά + ἵημι

  Μετοχή επεξεργασία

ανειμένος, -η, -ο

  1. (αρχαιοπρεπές) (κυριολεκτικά) που τον χαρακτηρίζει χαλαρότητα
     συνώνυμα: χαλαρός, ελαστικός
  2. (αρχαιοπρεπές) (μεταφορικά) που τον χαρακτηρίζει χαλαρότητα (στη συνείδηση ή την συμπεριφορά)
     συνώνυμα: έκλυτος, έκφυλος, ακόλαστος, ελευθεριάζων
    Ο δεύτερος (σοβαρότερος) λόγος για τον οποίο ο Εμπειρίκος απέφυγε την έκδοση αυτών των κειμένων ήταν η τολμηρή, η ολωσδιόλου ανειμένη γλώσσα πολλών από αυτά. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία