ανειμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανειμένος < αρχαία ελληνική ἀνειμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀνίημι < ἀνά + ἵημι
Μετοχή
επεξεργασίαανειμένος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) (κυριολεκτικά) που τον χαρακτηρίζει χαλαρότητα
- (αρχαιοπρεπές) (μεταφορικά) που τον χαρακτηρίζει χαλαρότητα (στη συνείδηση ή την συμπεριφορά)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άνεση