ἀνειμένος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀνειμένος | τὸ ἀνειμένον | οἱ, αἱ ἀνειμένοι | τὰ ἀνειμένα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀνειμένου | τοῦ ἀνειμένου | τῶν ἀνειμένων | τῶν ἀνειμένων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀνειμένῳ | τῷ ἀνειμένῳ | τοῖς, ταῖς ἀνειμένοις | τοῖς ἀνειμένοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀνειμένον | τὸ ἀνειμένον | τοὺς, τὰς ἀνειμένους | τὰ ἀνειμένα |
Κλητική | ἀνειμένε | ἀνειμένον | ἀνειμένοι | ἀνειμένα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀνειμένω | |||
Γενική-Δοτική | ἀνειμένοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
ἀνειμένος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ἵημι