Δείτε επίσης: ανειμένος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀνειμένος τὸ ἀνειμένον οἱ, αἱ ἀνειμένοι τὰ ἀνειμένα
Γενική τοῦ, τῆς ἀνειμένου τοῦ ἀνειμένου τῶν ἀνειμένων τῶν ἀνειμένων
Δοτική τῷ, τῇ ἀνειμένῳ τῷ ἀνειμένῳ τοῖς, ταῖς ἀνειμένοις τοῖς ἀνειμένοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀνειμένον τὸ ἀνειμένον τοὺς, τὰς ἀνειμένους τὰ ἀνειμένα
Κλητική ἀνειμένε ἀνειμένον ἀνειμένοι ἀνειμένα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀνειμένω
Γενική-Δοτική ἀνειμένοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνειμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀνίημι < ἀνά + ἵημι

  Μετοχή επεξεργασία

ἀνειμένος, -η, -ο

  1. ελεύθερος
  2. λυμένος
  3. αφημένος
  4. χαλαρός

Συγγενικά επεξεργασία