Κατηγορία:Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Όροι με δοτική ««« « Λόγιοι όροι |
για τους συντάκτες
|
Παγιωμένες εκφράσεις, όροι που περιέχουν δοτική πτώση ή λέξεις σε δοτική πτώση στα νέα ελληνικά.
Συνήθως προέρχονται από την καθαρεύουσα με τη δοτική όπως στην αρχαία τους κλίση.
Βιβλιογραφία:
- Βαλεοντής, Κώστας (2018) Δοτικές της καθομιλουμένης. Έκδοση:21η. Διαθέσιμο pdf @eleto.gr
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει μόνο την ακόλουθη υποκατηγορία.
Σελίδες στην κατηγορία "Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 148 σελίδες, από 148 συνολικά.
Α
Β
Ε
- ειρήνη υμίν
- ειρήσθω εν παρόδω
- ελλείψει
- Ελλάδι
- εν αγνοία
- εν αδίκω
- εν αμύνη
- εν ανάγκη
- εν αναδύσει
- εν αναμονή
- εν αντιθέσει
- εν αποστρατεία
- εν αποσυνθέσει
- εν απουσία
- εν αρχή
- εν αταξία
- εν γένει
- εν γνώσει
- εν δικαίω
- εν δράσει
- εν δυνάμει
- εν είδει
- εν ειρήνη
- εν εκτάσει
- εν ενεργεία
- εν εξελίξει
- εν ευθέτω χρόνω
- εν εφεδρεία
- εν ζωή
- εν θαλάσση
- εν θερμώ
- εν καιρώ
- εν καιρώ ειρήνης
- εν καιρώ πολέμου
- εν καταδύσει
- εν κινήσει
- εν κρυπτώ
- εν κρυπτώ και παραβύστω
- εν λευκώ
- εν μέρει
- εν οίνω αλήθεια
- εν ολίγοις
- εν όλω
- εν όπλοις
- εν όρμω
- εν όψει
- εν παραλλήλω
- εν πάση περιπτώσει
- ἐν πάσῃ περιπτώσει
- εν περιλήψει
- εν πλω
- εν πολέμω
- εν πολλοίς
- εν προκειμένω
- εν πρώτοις
- εν πτήσει
- εν ριπή οφθαλμού
- εν σειρά
- εν συγκρίσει
- εν συνεχεία
- εν συνθέσει
- εν συνόλω
- εν συνόψει
- εν συντομία
- εν σχέσει
- εν σώματι
- εν τάχει
- εν τέλει
- εντέλει
- εν τη γενέσει
- εν τη ρύμη του λόγου
- εν τινι μέτρω
- εν τοις πράγμασι
- εν τούτοις
- εντούτοις
- εν τούτω
- εν χορδαίς και οργάνοις
- εν χρω
- εξαιρέσει
- επ' αγκύρα
- επ' αμοιβή
- ἐπ' ἀμοιβῇ
- επ' αυτοφώρω
- επί ζημία
- επί θύραις
- ἐπί θύραις
- επί ματαίω
- επί παραδείγματι
- επί πιστώσει
- επί πληρωμή
- ἐπί τῇ βάσει
- επί τη εμφανίσει
- επί τη ευκαιρία
- επί τούτοις
- επί τούτω
- επί υπεξαιρέσει
- επί υφηγεσία
- επί χρήμασι
- επ' ονόματι
- επ' ουδενί
- επ' ουδενί λόγω
- επ' ωφελεία