εν γνώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εν γνώσει < (καθαρεύουσα ) ἐν, γνώσει (δοτική του γνῶσις) → δείτε τις λέξεις εν και γνώση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαεν γνώσει
- (λόγιο) γνωρίζοντας, έχοντας επίγνωση ενός πράγματος
- ⮡ έκανε αυτήν την τελευταία προσπάθεια εν γνώσει του ότι δεν είχε πολλές ελπίδες επιτυχίας
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εν γνώσει
|