εν αγνοία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εν αγνοία < (καθαρεύουσα) ἐν ἀγνοίᾳ ((δοτική) ενικού του ἄγνοια) → δείτε τις λέξεις εν και άγνοια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΈκφρασηΕπεξεργασία
εν αγνοία
- (λόγιο, + γενική προσώπου) χωρίς να το γνωρίζει (αυτός στον οποίο αναφερόμαστε)
- ↪ κάποιοι εν αγνοία μου χρησιμοποίησαν το όνομά μου για να αποσπάσουν χρήματα από γνωστούς μου