Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επί υπεξαιρέσει < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπὶ ὑπεξαιρέσει → δείτε επί & δοτική ενικού υπεξαιρέσει του ὑπεξαίρεσις (δεν σχηματίστηκε το αναμενόμενο ἐφ' ὑπεξαίρεσει παρά την δασεία, ένδειξη μεταγενέστερης δημιουργίας)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /epi‿ipekseˈɾesi/

  Έκφραση επεξεργασία

επί υπεξαιρέσει + γενική (κάποιου πράγματος)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. υπεξαίρεση, 2)ἡ ἐνέργεια τοῦ ὑπεξαιρῶ σελ.7401α -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)