υπεξαιρέσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
υπεξαιρέσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπεξαιρώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπεξαιρώ
- θα υπεξαιρέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπεξαιρώ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
υπεξαιρέσει θηλυκό
- δοτική ενικού του ὑπεξαίρεσις