Ετυμολογία

επεξεργασία
εν ζωή < (καθαρεύουσα ) ἐν, ζωῇ (δοτική ενικού του ζωή) → δείτε τις λέξεις εν και ζωή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση

επεξεργασία

εν ζωή

  • (λόγιο) ζωντανός, στη ζωή
    ⮡  τα βραβεία Νόμπελ απονέμονται πάντοτε σε λογοτέχνες ή επιστήμονες που βρίσκονται εν ζωή
    ⮡  ήταν κατά πολλούς, ο καλύτερος εν ζωή έλληνας ποιητής

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία