επί τη ευκαιρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Έκφραση
επεξεργασία
επί τη ευκαιρία
- με την ευκαιρία που (όταν οι περιστάσεις μου δίνουν την ευκαιρία)
Πήγαινε, σε παρακαλώ, στην τράπεζα και επί τη ευκαιρία, πλήρωσε και τον λογαριασμό αυτόν.
- άλλες μορφές: επ' ευκαιρία
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επί τη ευκαιρία