επ' ευκαιρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επ᾿ ευκαιρία < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπ' εὐκαιρίᾳ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ep‿ef.ceˈɾi.a/
Έκφραση
επεξεργασίαεπ᾿ ευκαιρία
- άλλη γραφή του επί τη ευκαιρία
- ⮡ Ας σημειωθεί επ᾿ ευκαιρία...
- πολυτονική γραφή: ἐπ᾿ εὐκαιρίᾳ
Μεταφράσεις
επεξεργασία επ᾿ ευκαιρία
→ δείτε επί τη ευκαιρία |