εν τάχει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εν τάχει < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐν τάχει < ἐν τάχει (δοτική ενικού του τάχος)[1]
Έκφραση επεξεργασία
εν τάχει
Μεταφράσεις επεξεργασία
εν τάχει
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «τάχος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)