Δείτε επίσης: εν τάχει

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐν τάχει < ἐν & τάχει, δοτική ενικού του τάχος)[1]

  Έκφραση επεξεργασία

ἐν τάχει

  • γρήγορα
    ※  Πίνδαρος, Νεμεονίκαις, 35 (34-37) @greek-language.gr
    [...] ὁ δ᾽ εὖ φράσθη κατένευ-
    σέν τέ οἱ ὀρσινεφὴς ἐξ οὐρανοῦ
    Ζεὺς ἀθανάτων βασιλεύς, ὥστ᾽ ἐν τάχει
    ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νη-
    ρεΐδων πράξειν ἄκοιτιν,
    Όλα καλ᾽ απ᾽ τ᾽ ουρανό τ᾽ απείκασε
    βασιλιάς των αθανάτων, που σηκώνει
    τα σύγνεφα και του ᾽ταξε μ᾽ ένα του διάνεμα
    γρήγορα να του δώσει μια απὀ τις θαλασσινές
    τις Νηρηίδες τις χρυσαδραχτούσες ταίρι, (Μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης)

Συνώνυμα επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τάχος για περισσότερες εκφράσεις με προθέσεις

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «τάχος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)