εν όρμω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εν όρμω < (καθαρεύουσα ) ἐν ὅρμῳ (δοτική ενικού του ὅρμος) → δείτε τις λέξεις εν, όρμος και όρμιση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαεν όρμω
- (ναυτικός όρος, λόγιο) στη διάρκεια που το πλοίο είναι αγκυροβολημένο (λ.χ. σε λιμάνι)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εν όρμω
|