Δείτε επίσης: ἐνορμῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εν όρμω < (καθαρεύουσα ) ἐν ὅρμῳ (δοτική ενικού του ὅρμος) → δείτε τις λέξεις εν, όρμος και όρμιση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση

επεξεργασία

εν όρμω

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία