επί θύραις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επί θύραις < καθαρεύουσα ἐπὶ θύραις < αρχαία ελληνική ἐπὶ θύραις → δείτε επί & θύραις, (δοτική) πληθυντικού του θύρα
Έκφραση επεξεργασία
επί θύραις
- (λόγιο) που θα γίνει σύντομα
- ↪ Ένας πόλεμος βρίσκεται επί θύραις.
- ≈ συνώνυμα: προ των θυρών, επίκειται
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επί θύραις
|