ἐπί θύραις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐπί θύραις < αρχαία ελληνική ἐπὶ θύραις → δείτε επί & θύραις, (δοτική) πληθυντικού του θύρα
Έκφραση επεξεργασία
ἐπί θύραις
- (καθαρεύουσα) → δείτε επί θύραις
- ※ Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ χριστιανικὴ συνείδησις, ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν ἐξηγέρθη, ἐξαγγέλλει τὴν ἐπὶ θύραις κοινωνικὴν μεταμόρφωσιν.
- ≈ συνώνυμα: προ των θυρών (πρὸ τῶν θυρῶν), επίκειται
Μεταφράσεις επεξεργασία
ἐπί θύραις
|