Δείτε επίσης: ἐπίκειται, επίκεινται

Ετυμολογία

επεξεργασία
επίκειται < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίκειμαι στο τρίτο πρόσωπο ενικού < ἐπί + κεῖμαι (επί- + κείμαι)

επίκειται (ενικός), επίκεινται (πληθυντικός), μτχ.π.ε.: επικείμενος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία