imminent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαimminent (en)
- επικείμενος (για κίνδυνο, απειλή κλπ)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | imminent | imminents |
θηλυκό | imminente | imminentes |
Επίθετο
επεξεργασίαimminent (fr)