Ετυμολογία

επεξεργασία
εν αμύνη < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀμύνῃ (δοτική ενικού του ἄμυνα)  δείτε τις λέξεις εν και άμυνα  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

εν αμύνη

Μεταφράσεις

επεξεργασία