εν αμύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εν αμύνη < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀμύνῃ (δοτική ενικού του ἄμυνα) → δείτε τις λέξεις εν και άμυνα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαεν αμύνη
- (λόγιο, νομικός όρος) σε άμυνα, σε κατάσταση άμυνας
- ↪ έκανε χρήση όπλου τελώντας εν αμύνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία εν αμύνη
|