εν όψει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εν όψει < (καθαρεύουσα ) ἐν ὄψει (δοτική ενικού του ὄψις) → δείτε τις λέξεις εν και όψη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαεν όψει
- (λόγιο) σε ορατότητα, σε θέα, υπό αντίληψη, αντιληπτός
- (στρατιωτικός όρος) εχθρός εν όψει
- (ναυτικός όρος) τορπίλη εν όψει
- (λόγιο) σε επικείμενο γεγονός
- ⮡ εν όψει των εκλογών απαγορεύονται οι δημοσκοπήσεις
- ⮡ εν όψει των εορτών των Χριστουγέννων τροποποιούνται τα δρομολόγια των μέσων συγκοινωνίας