ενικός         πληθυντικός  
run-up run-ups

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

run-up (en)

  1. φόρα
  2. (ΗΒ) παραμονές, προεόρτια πριν από κάποιο σπουδαίο γεγονός, προ-(τάδε)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • in the run-up to (something/κάτι)