εν εφεδρεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εν εφεδρεία < (καθαρεύουσα) ἐν ἐφεδρείᾳ (δοτική ενικού του ἐφεδρεία) → δείτε τις λέξεις εν και εφεδρεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση επεξεργασία
εν εφεδρεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εν εφεδρεία
|