Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδίοις όμμασι < (καθαρεύουσα ) ἰδίοις, ὄμμασι(ν) (δοτική πληθυντικού των αρχαίων λέξεων ἴδιος και ὄμμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση

επεξεργασία

ιδίοις όμμασι και ιδίοις όμμασιν

  • (λόγιο, με επιρρηματική σημασία) με τα ίδια μου (σου, του κ.λπ.) τα μάτια
    ⮡  Ήρθα για να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι, όσα μου περιγράφουν.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία