τυφλοίς όμμασι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τυφλοίς όμμασι < (καθαρεύουσα) τυφλοῖς, ὄμμασι(ν) (δοτική πληθυντικού των αρχαίων λέξεων τυφλός και ὄμμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση επεξεργασία
τυφλοίς όμμασι και τυφλοίς όμμασιν (λόγιο)
- (κυριολεκτικά) με κλειστά μάτια
- (μεταφορικά) με τυφλή, απόλυτη εμπιστοσύνη
- ↪ τον ακολουθούν άπαντες τυφλοίς όμμασιν
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυφλοίς όμμασι