η ισχύς εν τη ενώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαη ισχύς εν τη ενώσει < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἡ ἰσχύς, ἐν, τῇ ἑνώσει (δοτική ενικού του ἕνωσις) → δείτε τις λέξεις ισχύς, εν και ένωση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαη ισχύς εν τη ενώσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία η ισχύς εν τη ενώσει