εν είδει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εν είδει < (καθαρεύουσα ) ἐν, εἴδει (δοτική ενικού του εἶδος) → δείτε τις λέξεις εν και είδος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;