εν είδει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εν είδει < (καθαρεύουσα ) ἐν, εἴδει (δοτική ενικού του εἶδος) → δείτε τις λέξεις εν και είδος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση επεξεργασία
εν είδει
- (λόγιο) που μοιάζει με, με τη μορφή
- ↪ εν είδει περιστεράς: με τη μορφή περιστεριού, σαν περιστέρι.
- ↪ μου το ανακοίνωσε εν είδει τελεσιγράφου