Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εν σχέσει < (καθαρεύουσα ) ἐν, σχέσει (δοτική ενικού του σχέσις) → δείτε τις λέξεις εν και σχέση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση επεξεργασία

εν σχέσει

  • (λόγιο) σε σχέση, σχετικά, σε σύγκριση
    η γενική διάκριση των πλοίων γίνεται εν σχέσει με τον φορέα τους, ή τον σκοπό εξυπηρέτησής τους.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία