εν σώματι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εν σώματι < αρχαία ελληνική ) ἐν σώματι (δοτική ενικού του σῶμα) → δείτε τις λέξεις εν και σώμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση επεξεργασία
εν σώματι (λόγιο)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εν σώματι
|