Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εν σώματι < αρχαία ελληνική ) ἐν σώματι (δοτική ενικού του σῶμα) → δείτε τις λέξεις εν και σώμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση επεξεργασία

εν σώματι (λόγιο)

  1. στο σώμα
    νους υγιής εν σώματι υγιεί
  2. όλοι μαζί ως σύνολο
    στη τελετή παρέστη εν σώματι όλο το υπουργικό συμβούλιο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία