Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόσω μάλλον < (καθαρεύουσα) < πόσῳ (δοτική ενικού του πόσος) & μᾶλλον → δείτε τις λέξεις πόσος και μάλλον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση επεξεργασία

πόσω μάλλον

  • (λόγιο, με επιτακτική έννοια) πολύ περισσότερο
    Ακόμα και ο καθηγητής δυσκολεύτηκε να λύσει το πρόβλημα, πόσω μάλλον οι μαθητές.

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία