επιτακτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιτακτικός < επιτάσσω
Επίθετο επεξεργασία
επιτακτικός, -ή, -ό
- αυστηρός, απόλυτος, αναγκαίος
- Οι κανόνες δικαίου ρυθμίζουν την εξωτερική συμπεριφορά των ανθρώπων κατά τρόπο επιτακτικό, αφού η μη συμμόρφωση σε αυτούς συνεπάγεται διάφορες κυρώσεις.
Εκφράσεις επεξεργασία
- επιτακτική ανάγκη