Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

επιτακτικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιτακτικό ουδέτερο

  • (γραμματική) εμφατική λέξη, εμφατικό, εντατικό, ενισχυτικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία