επιτακτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιτακτικότητα < επιτακτικός < επιτάσσω < αρχαία ελληνική ἐπιτάσσω < ἐπί + τάσσω
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιτακτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του να είναι κανείς επιτακτικός, αυστηρός
- ※ Άκουσα επιτακτικότητα στη φωνή, κι έτσι έβαλα ένα πουκάμισο και κατέβηκα στη ρεσεψιόν (Ανεξαρτησία: Independence, Χρίστος Παπαδημητρίου, Πατάκης, 2016 [1]</ref>
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιτακτικότητα
|