τα εν οίκω μη εν δήμω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τα εν οίκω μη εν δήμω: → δείτε τα (τά), εν & δοτική οίκω (ἐν οἴκῳ, αυτά που είναι του σπιτιού, οικογενειακά), μη (μή, [να μην είναι]) εν & δοτική δήμω (ἐν δήμῳ, αυτά που είναι δημόσια)
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Προφορά
επεξεργασίαΠαροιμία
επεξεργασία- οι οικογενειακές υποθέσεις δεν πρέπει να κοινολογούνται στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, (δε βγάζουμε τα οικογενειακά μας στη φόρα)
- παλιότερη γραφή: τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- τα του οίκου (μας)
Πηγές
επεξεργασία- οίκος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)