εντέλει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εντέλει < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐν τέλει (με δοτική), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική à la fin
Επίρρημα
επεξεργασίαεντέλει (τροπικό επίρρημα)
- (λόγιο) άλλη μορφή του εν τέλει
Μεταφράσεις
επεξεργασία εντέλει
→ δείτε τη λέξη τελικά |