ειρήσθω εν παρόδω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ειρήσθω εν παρόδω < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα εἰρήσθω ἐν παρόδῳ < λόγια μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική εἰρήσθω «ας ειπωθεί, ας λεχθεί» (προστακτική παθητικού παρακειμένου του λέγω) & η φράση ἐν παρόδῳ (πρόθεση ἐν + δοτική του πάροδος, ελληνιστική σημασία: επ' ευκαιρία, ακροθιγώς, αρχαία σημασία: διέλευση, πέρασμα, πλαϊνός δρόμος) [1][2][3]
Προφορά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαειρήσθω εν παρόδω
- (για κάτι που λέγεται παρενθετικά) κυριολεκτικά: ας ειπωθεί παρενθετικά
Συνώνυμα
επεξεργασίαπεριφραστικά:
- ας λεχθεί με την ευκαιρία αυτή
- ας (μου) επιτραπεί να πω/προσθέσω...
- ας ξεφύγουμε για λίγο από το θέμα και ας πούμε (ότι ...)
επίσης
- επ' ευκαιρία
- με την ευκαιρία
- απροπό (γαλλικά à propos)
- από σπόντα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- εν τη ρύμη του λόγου (για κάτι αρνητικό που ειπώθηκε στη ροή του λόγου)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ειρήσθω εν παρόδω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ειρήσθω
- ↑ πάροδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «ειρήσθω εν παρόδω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)