Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐν παρόδῳ < ἐν + παρόδῳ

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ἐν παρόδῳ

  1. με την ευκαιρία αυτή
  2. ακροθιγώς