Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐν παρόδῳ < ἐν + παρόδῳ

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

ἐν παρόδῳ

  1. με την ευκαιρία αυτή
  2. ακροθιγώς