εν απουσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εν απουσία < (καθαρεύουσα) ἐν (τῇ) ἀπουσίᾳ (δοτική ενικού του ἀπουσία) → δείτε τις λέξεις εν και απουσία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση επεξεργασία
εν απουσία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εν απουσία
|