Ετυμολογία

επεξεργασία
εν απουσία < (καθαρεύουσα ) ἐν (τῇ) ἀπουσίᾳ (δοτική ενικού του ἀπουσία) → δείτε τις λέξεις εν και απουσία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση

επεξεργασία

εν απουσία

  • (λόγιο) σε απουσία, κατά τη διάρκεια της απουσίας
    ⮡  το γεγονός συνέβη εν απουσία μου.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία